-
1 σκευάρια
σκευάριονsmall vessel: neut nom /voc /acc pl -
2 σκευάρι'
σκευάρια, σκευάριονsmall vessel: neut nom /voc /acc pl -
3 διακείρω
A cut through,τένοντας A.R.1.430
;νεῦρα D.H.14.10
: metaph., μή τις.. πειράτω διακέρσαι ἐμὸν ἔπος make it null, frustrate it, Il.8.8:—[voice] Pass., σκευάρια διακεκαρμένος shorn of his trappings, Ar.V. 1313.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακείρω
-
4 οἰκητήριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκητήριος
-
5 συντρίβω
A rub together, σ. τὰ πυρεῖα rub dry sticks together to procure a light, Luc.VH1.32; grind, φάρμακα (for paints) Plu.2.436b ([voice] Pass.);κολλύριον IG14.966
([place name] Rome).II shatter, shiver to atoms,τοὺς χόας Cratin. 187
;τὴν χύτραν Ar.Ach. 284
(troch.), Pl.Hp.Ma. 290e;τὰ σκευάρια Aeschin.1.59
; σ. [τὰς ναῦς] stave them in, by running them aground, Th.4.11 (v. infr. 2b); τὰ δόρατα, τὴν ἀσπίδα, X.HG3.4.14, Men.78 ([voice] Pass.);τὰ ποτήρια Eub.62
; ;θύραν PTeb.47.13
(ii B.C.), BGU1855.9 (i B.C.):—[voice] Pass., συντρῐβέντων τῶν σκευῶν, of a ship, D.18.194;τὰ συντετριμμένα σκεύη IG42(1).121.81
(Epid., iv B.C.); στοὰ συντετρειμμένη ib. 12(9).906.9 (Chalcis, iii A.D.); [νῆες] συντετριμμέναι, opp. τελέως διεφθαρμέναι, D.S.13.16, 17.2 of persons, beat to a jelly, E.Cyc. 705, etc.; of parts of the body, crush, shiver, λίθῳ σ. τὸ μέτωπον, etc., Lys.3.8, etc.:—[voice] Pass.,τὰ.. τοῦ σώματος μέρη συντετρῖφθαι Pl.R. 611d
;συντετριμμένοι σκέλη καὶ πλευράς X.An.4.7.4
;τὴν κλεῖν συνετρίβην And.1.61
;συντριβόμεθα τὰς κεφαλάς Lys.3.18
.b c. gen. partis,συντρῖψαι τῆς κεφαλῆς Isoc.18.52
:—[voice] Pass., ξυντριβῆναι τῆς κεφαλῆς to have one's head broken (cf. κατάγνυμι fin.), Ar. Pax71:—in Th.4.11, φυλασσόμενοι τῶν νεῶν μὴ ξυντρίψωσιν, some take the gen. as partit., v. supr. 11.1.3 metaph., shatter, crush,τὴν ἐπίνοιαν Ar.V. 1050
(anap.);τὴν ἐλπίδα Demad.12
, cf. D.10.44 ([voice] Pass.);ὅταν πέσῃ.., πλεῖστα συντρίβει καλά Men.531.15
;ὁ τρόπος συντρίβει σε Id.Epit. 561
;σ. τοὺς διαβεβηκότας Plb.5.47.1
;δέος σ. τὸν ἄνθρωπον Plu.2.165b
:—[voice] Pass., PPetr.2p.8 (iii B.C.);κινδυνεύσει συντριβῆναι τὰ πράγματα Hell.Oxy.14.3
;συντριβεὶς τῇ διανοίᾳ Plb.21.13.2
;ταῖς ἐλπίσιν D.S.4.66
;τὴν καρδίαν LXXPs. 146(147).3
, Is.61.1; συνετρίβη ἡ καρδία ib.Je.23.9, cf. Ps.50(51).19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντρίβω
См. также в других словарях:
σκευάρια — σκευάριον small vessel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευάρι' — σκευάρια , σκευάριον small vessel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευάριον — τὸ, Α 1. (κυρίως στον πληθ.) τὰ σκευάρια μικρά σκεύη ή αγγεία 2. αντικείμενο που χρησιμοποιείται σε παιχνίδι για τα κέρδη τών παικτών («συνέτριβον τὰ σκευάρια καὶ διέρριπτον εἰς τὴν ὀδόν», Αισχίν.) 3. μικρό ένδυμα («οἷον σκευαρίων… … Dictionary of Greek
οικητήριος — οἰκητήριος, ία, ον (Α) [οικητήρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπίτι, οικιακός, σπιτικός («σκευάρια οἰκητήρια», Αλκ.) … Dictionary of Greek
συντρίβω — ΝΜΑ [τρίβω] 1. κάνω κομμάτια, θρυμματίζω, κατακομματιάζω (α. «το αυτοκίνητο συνετρίβη μετά τη σύγκρουση» β. «πρῶτον μὲν συνέτριβον τὰ σκευάρια», Αισχίν.) 2. (σχετικά με μέλη τού σώματος) σπάζω, κάνω θρύψαλα 3. μτφ. α) καταστρέφω ολοσχερώς,… … Dictionary of Greek